Ο Βάλτος
Ο ΒΑΛΤΟΣ
Μία από τις σημαντικές πτυχές του Μακεδονικού Αγώνα κατά το 1906 και κυρίως μετά, κατέστη η μάχη για τον έλεγχο της λίμνης των Γιαννιτσών ή «Βάλτο» όπως την έλεγαν οι αντάρτες και οι ντόπιοι. Ο βάλτος των Γιαννιτσών ήταν μια μεγάλη έκταση στον κάμπο της Θεσσαλονίκης ,που ανήκε στην Τουρκική αυτοκρατορία αλλά δεν βρισκόταν υπό Τουρκική εξουσία. Ήταν ένα ανεξάρτητο βασίλειο νερών, βδέλλας, κουνουπιών και μια άγρια ζούγκλα καλαμιών. Οι υπάλληλοι του Σουλτάνου εισέπρατταν κάποιον φόρο από τους ψαράδες της λίμνης μόνο όταν έβγαιναν στη στεριά . Μέσα στη λίμνη κανένας αντιπρόσωπος της εξουσίας δεν τολμούσε να βάλει το πόδι του. Είχε γίνει το αδιαφιλονίκητο κτήμα του βοεβόδα Αποστόλ Πέτκωφ και των συντρόφων του,
Η Πηνελόπη Δέλτα περιγράφει ιδιαίτερα γλαφυρά και ρεαλιστικά στο αριστούργημά της «Στα μυστικά του Βάλτου» την λίμνη και την περιοχή γύρω της. Δηλαδή τον τόπο μας. «……η Λίμνη ήταν αρκετά κατοικημένη ,όχι μόνιμα ,αλλά από χωρικούς που από τα περίχωρα έμπαιναν στα νερά της για ψάρι, κυνήγι ή για να κόψουν καλάμια και ιδίως ραγάζι, ένα χόρτο που φύτρωνε στο Βάλτο και με το οποίο σκέπαζαν τις στέγες των σπιτιών, γέμιζαν τα σαμάρια ,έπλεκαν ψάθες για το πάτωμα και άλλα. Επίσης η λίμνη έβριθε από βδέλλες και οι χωρικοί τις πουλούσαν στο εξωτερικό…..η βλάστηση της λίμνης ,ήταν πλουσιότατη …………καλάμια παντού , που πετάγονταν ως τέσσερα μέτρα ψηλά ,τοίχος πράσινος το καλοκαίρι ,κίτρινος και ξερός το χειμώνα ,σκεπάζοντας με το σφύριγμα και το μουρμούρισμα του κάθε ύποπτο ψίθυρο…….»
Ανυπόφορη ήταν η υγρασία στο βάλτο. Έφτανε μέχρι το κόκαλο και μούδιαζε όλο το κορμί. Ο Δεμέστιχας γράφει πως « οι δηλητηριώδεις και υγραί απόπνοιαι του Βάλτου, αισθητότεροι και διαπεράστικότεροι την ώραν εκείνην , μας έκαναν να αντιληφθώμεν καλύτερα εις ποιον κόσμον κολάσεως και θανάτου έζωμεν από επτά ετών και πλέον μηνών. Το κύριο επιχειρησιακό μέσο ήταν η «πλάβα» ,βάρκα χωρίς καρίνα που είχε ένα κουπί που το έλεγαν πλακίδι. Οι άνδρες ζούσαν στις καλύβες που ήταν κατασκευασμένες στα αβαθή. Ένα πάτωμα από καλάμι και χώμα πάνω σε πασσάλους με μια χαμηλή καλαμένια σκεπή για να μην φαίνεται από μακριά και ένα προστατευτικό περιτείχισμα από λάσπη σχημάτιζαν το οχυρό. Οι καλύβες προστάτευαν η μια την άλλη δημιουργώντας ένα σύμπλεγμα που δύσκολα μπορούσε να προσβληθεί. Αυτό ήταν το περιβάλλον στο οποίο πολέμησαν, οι Έλληνες αντάρτες και αναχαίτισαν την βουλγαρική απειλή. Ο πρώτος οπλαρχηγός που μπήκε στο βάλτο για να προστατέψει τους ψαράδες από την τρομοκρατία των κομιτατζήδων ήταν ο Τζόλας Περήφανος από το Γιδά με ολιγομελές σώμα από ντόπιους. Σίγουρα κάποιοι από τους πρωτοπόρους ήταν από το Νησί. Ήταν οι πρόγονοί σας. (Στοιχεία με ιδιαίτερο τοπικό ενδιαφέρον).Μετά ακολούθησε ο Θεοχάρης Κούγκας από το Γιδά κι αυτός. Ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που μπαίνει στο βάλτο είναι ο Κωνσταντίνος Μπουκουβάλας και ακολουθούν ο Δεμέστιχας , ο Παπατζανετέας ο Σάρρος και φυσικά ο ιδανικός ήρωας καπετάν Άγρας (Τέλλος Αγαπηνός). Σημαντικότατη είναι η προσφορά του καπετάν Γκόνου σλαβόφωνου από τα Γιαννιτσά που λόγω της οικειότητας που είχε με το βάλτο αποκαλούνταν «το στοιχειό του Βάλτου» και που σκοτώθηκε από τους Τούρκους στη σκάλα του Νησιού λίγο πριν ξαναμπεί στον βάλτο. Έτσι μετά την αναχαίτιση των Βουλγάρων στο Βάλτο σιγά- σιγά ο αγώνας ατονεί και φτάνουμε στο 1908 όπου μετά την επικράτηση των Νεότουρκων αποσύρονται τα ελληνικά σώματα και επικρατεί μια επίπλαστη συναδέλφωση.
Θα ήθελα εδώ να αναφέρω επιγραμματικά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το βράδυ της 14ης προς 15η Μαρτίου 1906 στο Νησί, το οποίο εκτός από τη ανυπολόγιστη συνεισφορά του στον αγώνα έμελλε να υποστεί την εκδικητική μανία των κομιτατζήδων οι οποίοι με αρχηγούς τους Λούκα και Αποστόλ επέδραμαν εναντίον του χωριού. Στις αρχές του Μάρτη λοιπόν τα ελληνικά σώματα χτύπησαν τα εξαρχικά χωριά Γκόλο Σελο (Γυμνά) ,Αγια Μαρίνα και Γκολέσανη(Λευκάδια) για να τιμωρήσουν πράκτορες των Βουλγάρων, έτσι εκείνο το βράδυ για αντίποινα οι κομιτατζήδες με πενήντα. πέντε άνδρες και με μπουκάλια μπύρας που προμηθεύτηκαν από τη Βέροια γεμάτα πετρέλαιο και κηροζίνη (όπως οι ίδιοι ομολογούν) μπήκαν στο χωριό και το πυρπόλησαν . Επικράτησε πανικός και όπως είναι φυσικό ο καθένας προσπαθούσε να προστατέψει την οικογένεια και την περιουσία του .Κάηκαν 27 σπίτια (κατά τον Γκόνο) , έγιναν ανυπολόγιστες ζημιές και πολλοί χωρικοί έχασαν τα ζώα τους τα οποία είτε κάηκαν είτε σκοτώθηκαν . Το τραγικότερο γεγονός είναι ο χαμός του οκτάχρονου Θωμά Σπανού ,αλλά και του Κωνσταντίνου Σπανού τους οποίους σκότωσαν οι Βούλγαροι. Η γρήγορη επέμβαση των ελληνικών σωμάτων ανάγκασε τους επιδρομείς να αποσυρθούν και να αποφύγει το χωριό τα χειρότερα.
Ως ένα επιπλέον φόρο τιμής στους νεκρούς του αγώνα αλλά και στη μνήμη των κατοίκων του Νησιού που τόσα προσέφεραν σ’ αυτή τη μεγάλη στιγμή του ελληνισμού θα ήθελα να αναφέρω κάποια από τα στοιχεία που συγκέντρωσα κατά την έρευνα που πραγματοποίησα για τη συγγραφή της πτυχιακής μου εργασίας με θέμα Ρουμλούκι. Ιστορία –Λαογραφία –συμμετοχή στο Μακεδονικό αγώνα. Σε σύγγραμμα που υπογράφει Αμερικανός δημοσιογράφος που ζούσε μαζί με τους κομιτατζήδες και έκανε το ρεπορτάζ της εποχής αναφέρονται οι εξής κατ’ εμέ αποδείξεις για το σημαντικότατο ρόλο του νησιού στο Μακεδονικό αγώνα.
«Ναι είπε θα το κάνω. Ο Ακρίτας και οι δικοί του κρύβονται στους βάλτους κάτω ακριβώς από το Ελληνικό χωριό Νησί. Από το Νησί προμηθεύονται και ταχυδρόμους και οδηγούς . Αν κάψουμε το Νησί θα φύγουν και ίσως τους πετύχουμε σε κανένα ξέφωτο.»
Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές παραδέχονται την ηρωισμό του χωριού και των κατοίκων του.