Έθιμα
ΤΟ ΕΘΙΜΟ «ΡΟΥΓΚΑΤΣΙΑ»
Είναι σημαντική η πληροφορία ότι την εποχή του Λέοντος ΣΤ’ (886-912) οι στρατηγοί του θέματος Θεσσαλονίκης (στο οποίο υπάγονταν αρχικά και η περιοχή μας) δεν έπαιρναν μισθό από το κράτος, αλλά εισέπρατταν κάθε χρόνο ορισμένες απολαβές (“συνήθειαι”) από το θέμα παραμένει, άγνωστο όμως με ποια βάση υπολογίζονταν αυτές. Πρόκειται για τη «ρόγα», τις ετήσιες αποδοχές των στρατιωτικών, τις οποίες οι στρατιώτες εισέπρατταν απευθείας από τους καλλιεργητές των (στρατιωτικών ή μη) κτημάτων. Το ρήμα rogo σημαίνει ζητώ, απαιτώ αντίτιμο, ενώ η λέξη rogatio σημαίνει την απαίτηση.
Η πληροφορία για ετήσια είσπραξη απολαβών από τους κατοίκους του θέματος για τον στρατηγό, που το είχε στην δικαιοδοσία του, έχει, κατά τη γνώμη μου, άμεση σχέση με το ρουμλουκιώτικο έθιμο «ρουγκάτσια», το οποίο έχει σαν βασικό του δρώμενο την ετήσια είσπραξη ορισμένης ποσότητας (σε κούτλες ή τενεκέδες) δημητριακών με μορφή εράνου, από ομάδα σπαθοφόρων ανδρών. Η κάθε ομάδα περιέτρεχε τα χωριά του κάμπου, εισερχόταν στην αυλή όλων των σπιτιών, περικύκλωνε τους αποθηκευμένους καρπούς της ετήσιας εσοδείας και εισέπραττε καρπούς (γεννήματα) από τον κάθε νοικοκύρη, μία φορά το χρόνο, από τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων έως την ημέρα των Φώτων. Συνεπώς η ετήσια είσπραξη της ρόγας, που προαναφέραμε, από τους κατοίκους του θέματος πρέπει να ήταν η ιστορική απαρχή του εθίμου της περιοχής «Ρογκάτσια», που αδιάλειπτα συνεχίζεται στο Ρουμλούκι μέχρι τις μέρες μας.
Έτσι, με βάση και το έθιμο, μπορούμε να φανταστούμε τους οπλισμένους στρατιώτες του στρατηγού του θέματος Θεσσαλονίκης αρχικά ή τους προνοιάριους αργότερα, να εισέρχονται με γυμνά σπαθιά στα χωριά του κάμπου, για να φορολογήσουν τους καλλιεργητές της Καμπανίας, απαιτώντας (λατινική λέξη rogo = ζητώ, rogatio = αίτημα, απαίτηση, αντίτιμο, αντιπαροχή) τον ετήσιο μισθό τους, τη “ρόγα”, η οποία προφανώς αντιστοιχούσε σε ποσοστό από την σοδειά των χωρικών. Βέβαια δεν θα πρέπει να έλειπαν και διάφοροι ανορθόδοξοι τρόποι συγκέντρωσης του ετήσιου μισθού, αφού με την χρήση των όπλων τα στρατιωτικά τμήματα μπορούσαν να εξαναγκάσουν τους χωρικούς σε ανοχή πραγματικών λεηλασιών. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αυτή η συνήθεια διατηρήθηκε με ους αρματολούς, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι να αστυνομεύουν και προστατεύουν την περιοχή, οι οποίοι κατέβαιναν μία φορά το χρόνο, την περίοδο των Χριστουγέννων για να εισπράξουν από τα χωριά του Ρουμλουκιού τον ετήσιο μισθό τους. Οι Ρουμλουκιώτες χαίρονταν να βλέπουν τα ρουγκάτσια να κατεβαίνουν και τους ενίσχυαν οικονομικά κατά το δυνατόν περισσότερο, διότι γνώριζαν ότι μ’ αυτό τον τρόπο ενίσχυαν τον αγώνα των κλεφταρματολών και την ελπίδα για τη λευτεριά τους.
Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν διαλύθηκαν τα ένοπλα τμήματα των μισθοφόρων αρματολών, ο λαός μας με την κατεύθυνση της εκκλησίας συνέχισε εκείνη την παλιά συνήθεια με το έθιμο « ρουγκάτσια ». Ήταν μία παρέα 15 περίπου παλικαριών του χωριού, που ντυμένα με φουστανέλες κι οπλισμένα με σπαθιά, περιόδευαν σε χωριά του Ρουμλουκιού και χόρευαν από σπίτι σε σπίτι, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα και δημητριακά για την εκκλησιαστική επιτροπή του χωριού τους, με τα οποία ανοικοδομούσαν εκκλησίες και σχολεία. Αυτοί που θα γινόταν «ρουγκατσιαροί» διαλέγονταν ανάμεσα στα πιο ψηλά, γεροδεμένα και όμορφα παλικάρια του χωριού, ενώ οι τρείς καλύτεροι ορίζονταν «καπεταναραίοι». Αφού μάθαιναν τους χορούς, τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων μαζεύονταν στην εκκλησία, προσκυνούσαν και ξεκινούσαν. Μπροστά τους προπορεύονταν η εκκλησιαστική επιτροπή, που έμπαινε πρώτη σε κάθε ξένο χωριό και ζητούσε την άδεια για να μπουν τα ρουγκάτσια. Αν τους δέχονταν, οι ζουρνάδες και τα νταούλια άρχιζαν να παίζουν και τα ρουγκάτσια μπαίναν στο χωριό χορεύοντας. Οι χοροί τους περιλάμβαναν το προσκυνητό, το βάδισμα, το τρέξιμο με φωνές και χουγιάγματα, το κύκλωμα των προσφερόμενων δημητριακών στο αλώνι και όλους τους ζωηρούς, νεανικούς, λεβέντικους χορούς της εποχής εκείνης. Στο αλώνι κάθε σπιτιού τους υποδέχονταν οι νοικοκυραίοι, που είχαν βάλει στη μέση του αλωνιού το «δόσιμο», ένα τενεκέ σιτάρι ή καλαμπόκι, καθένας ανάλογα με τη δύναμή του. Ο καπετάνιος σταύρωνε με το σπαθί του το δώρο και στη συνέχεια την πόρτα του σπιτιού ή και τα κρεμασμένα λουκάνικα. Το σιτάρι το φόρτωναν οι επίτροποι σε κάρα και έτσι συνέχιζαν για τα επόμενα σπίτια.
Αλίμονο, εάν, καθώς περιόδευαν στα χωριά του κάμπου, συναντιόταν με τα ρουγκάτσια άλλου χωριού. Τότε η κάθε παρέα ζητούσε την υποταγή και ταπείνωση της άλλης, δηλαδή να σκύψουν και να περάσουν κάτω από τα σπαθιά των παρατεταγμένων ρουγκατσιών της νικήτριας παρέας. Αυτό όμως σπάνια το δέχονταν ο καπετάνιος της κάθε παρέας, οπότε συνήθως τα ρουγκάτσια πολεμούσαν άγρια μεταξύ τους μέχρι θανάτου. Υπάρχει μάλιστα μία τοποθεσία έξω από το χωριό Κυδωνιά, που την λένε «ρογκάτσικο», επειδή εκεί σφάχτηκαν κάποτε μεταξύ τους δύο παρέες ρουγκάτσια. Από τότε η εκκλησία απαγόρευσε στα ρουγκάτσια να φέρουν κανονικά σπαθιά, αλλά οι ομάδες έπρεπε να χρησιμοποιούν ξύλινα ομοιώματα σπαθιών. Πάντως είναι ένα έθιμο πολύ αγαπητό στο Ρουμλούκι μέχρι και σήμερα, που δίνει την ευκαιρία να θαυμάσουν τη λεβεντιά των νέων παλικαριών και τις χορευτικές τους ικανότητες. Μάλιστα θεωρούνταν εξαιρετική τιμή να επιλεγεί ένας νέος για να γίνει «ρουγκάτσι» για το χωριό του. Χαρακτηριστικό είναι και το τραγούδι που (σε ρυθμό νιζάμικου) παρακινεί τους νέους να ετοιμαστούν για τα ρουγκάτσια.
Αϊντι Χρήστου, Χρήστου μ’, πάμι στα ρουγκάτσια,
πάμι στα ρουγκάτσια, να ρουγκατσέψουμι,
να ρουγκατσέψουμι.
Ισύ μι τι μαχιέρα κι ιγώ μι τ’ φουστανέλα να ρουγκατσέψουμι,
να ρουγκατσέψουμι.
Άϊντι Χρήστου, Χρήστου μ’ να φάμι κι να πιούμι κι να χουρέψουμι,
κι να χουρέψουμι.-
Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Από τον 6ο ως τον 9ο αι., Μακεδονία 4.000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, (εκδοτική Αθηνών Α.Ε.), Αθήνα 1982, σ. 258.
Ιωάννης Μοσχόπουλος, Ρουμλουκιώτικα σημειώματα 1980-1988, τόμος 1ος, (έκδ. University Studio Press) Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 15 επ.
Ιωάννης Μοσχόπουλος, H Kαμπανία (Ρουμλούκι) στα Βυζαντινά χρόνια, τόμος Β΄, ( έκδ. University Studio Press) Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 240-243.
Δ. Πανταζόπουλος, Τα Ρουγκάτσια στο Ρουμλούκι, «Νιάουστα» Περιοδικό της Πολιτιστικής Εταιρίας Νάουσας, τ. Ι, Νάουσα 1997, τεύχος 81, σ. 30-35.
Το ρογκατσιάρικο τραγούδι το κατέγραψα από τον Κων/νο Γ. Μοσχόπουλο, κάτοικο Αλεξάνδρειας, που γεννήθηκε το 1918.
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ