Το νταούλι με τη μορφή που το συναντούμαι σήμερα είναι γνωστό από τους Βυζαντινούς χρόνους. Το πόσο μάλιστα διαδεδομένο τόσο σε κοσμικές, όσο και θρησκευτικές εκδηλώσεις ήταν φαίνεται από τις πολλές και ποικίλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές απεικονίσεις του σε τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτες παραστάσεις τέμπλων και άλλων εκκλησιαστικών διακοσμητικών μοτίβων σε μοναστήρια κυρίως. Ιστορικές μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι ήταν ένα από τα πολεμικά όργανα το οποίο εμψύχωνε τους μαχητές και δημιουργούσε πανικό στον εχθρό. Σε συνδυασμό μάλιστα με το ζουρνά δημιουργούσε παιάνες και θούριους όπου έκανε τον εχθρό να το βάζει στα πόδια. Συχνά και ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του κάνει λόγο για το νταούλι και την επίδραση του στον εχθρό, αλλά και στον ψυχισμό αυτών που το χρησιμοποιούσαν. Παλιοί οργανοπαίχτες του Ρουμλουκιού μιλούσαν για δυο και τρεις ζυγιές νταούλια τα οποία χρησιμοποιούσαν με δεξιοτεχνία οι νταουλτζήδες. Σύμφωνα δε με διασταυρωμένες πληροφορίες οι μουσικοί αυτοί αποτελούσαν μέρος του σουλτανικού στρατού.Δεν υπάρχει απόλυτα συγκεκριμένο μέγεθος νταουλιού. Δυο όμως είναι τα στοιχεία τα οποία το προσδιορίζουν. Το πρώτο η τοπική παράδοση και το δεύτερο η σωματική διάπλαση του νταουλτζή. Αν ήταν ψηλός με μακριά χέρια, έφτιαχνε νταούλι που η διάμετρος του όπως φαίνεται και από τις φωτογραφίες που παραθέτουμε, έφτανε και τα 80 εκατ. Θύμα του εκσυγχρονισμού όμως έπεσε και το νταούλι, όπως άλλωστε και οι ζουρνάδες που κατασκευάζονται στον τόρνο αφού περιορίστηκε πια και το μέγεθός του, μέχρι και 56 με 60 εκατ. Η κατασκευή ενός νταουλιού απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και κυρίως υπομονή όσον αφορά την επεξεργασία του δέρματος που σύμφωνα με την παράδοση το καλύτερο είναι αυτό του γαϊδάρου, μετά του λύκου και μετά του βοδιού. Για την επίπονη και βρώμικη αυτή κατεργασία του δέρματος ακολουθούνται κυρίως δύο τρόποι. Αφού γδάρουν το δέρμα με πολύ προσοχή να μην κοπεί και δημιουργηθούν τρύπες, τότε το αφήνουν τεντωμένο σε μια χιαστή να ξεραθεί στον ήλιο, να φύγουν τα νερά του αφού προηγουμένως το πασπαλίσουν με χοντρό αλάτι προσθέτοντας και λίγη στύψη. Αφού τραβήξουν τα νερά του, τότε το ξεκρεμάνε και το βάζουν μέσα σε σβησμένο ασβέστη με νερό για 5 περίπου μέρες με σκοπό να πέσουν οι τρίχες του. Μετά το καθαρίζουν με μια σπάτουλα ή και με ένα κομμάτι γυαλί και αφαιρούν λύπη και άλλα ανεπιθύμητα εξογκώματα. Αφού τελειώσει και η επεξεργασία αυτή το αλείφουν με χοιρινό λίπος ή λάδι για να στέκει μαλακό και να μην σπάσει. Ακολουθεί το τέντωμα του στις διαστάσεις που θέλουν σε δυο ξύλινα στεφάνια Τα στεφάνια αυτά προσαρμόζονται με καβύλιες στις δύο ξύλινες βάσεις. Στη συνέχεια ανοίγουν ανά δέκα περίπου εκατοστά τρύπες στο δέρμα περιμετρικά και περνούν από μέσα σχοινί και το σφίγγουν πάνω στο σκελετό. Το σφίξιμο και το δέσιμο του δέρματος πάνω στο σκελετό έχει διάφορες μεθόδους οι οποίες για κάθε περιοχή είναι συγκεκριμένες “Κόντρα και σταυρωτά” τ\ς λένε στο Ρουμλούκι. Η κυλινδρική επιφάνεια του νταουλιού είναι ξύλινη και σήμερα γίνεται από κόντρα πλακέ. Παλιότερα για να συμπληρωθούν οι διαστάσεις της που μπορεί να έφταναν τα 60 εκατοστά φάρδος και τα δύο περίπου μέτρα μήκος απαιτούσε τέχνη και επιμονή μεγάλη γιατί με ειδικά τσιβιά, περτσίνια και κλειδιά έπρεπε να ενωθούν τα κομμάτια του ξύλου έτσι ώστε να μην αφήνουν τον αέρα να περνάει παρά μόνο από τις δυο, τρεις ή και τέσσερις τρύπες ή κάποτε και τη μία που άνοιγαν επίτηδες για να ξεθυμαίνει ο αέρας που μαζεύονταν από το παίξιμο και τις μεγάλες παλμικές κινήσεις την ώρα του παιξίματος. Παλιοί νταουλτζήδες λένε ότι το κάθε κατέβασμα του κόπανου πάνω στο δέρμα έχει τόση δύναμη που μπορεί να σκοτώσει και μοσχάρι “αν το πετύχεις στο σταυρό”.
Το νταούλι παίζεται με συγκεκριμένη τεχνική και η τέχνη του χτυπήματος είναι κυρίαρχη στην μελωδία. Παίζεται με δύο χαρακτηριστικά ξύλα. Το ένα μήκους 40 περίπου εκατοστών χοντρό το λένε κόπανο και το άλλο μακρύτερο κατά δέκα εκατοστά το λένε βίτσα και είναι λεπτό ώστε να λυγίζει στο χτύπημα και στους κραδασμούς του δέρματος. Σπάνια νταουλτζής να μην κατασκευάζει και το νταούλι που παίζει, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ζουρνατζήδες που είναι οι ίδιοι κατασκευαστές του ζουρνά. Συνήθιζαν η μια από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι λίγο μεγαλύτερη από την άλλη και το δέρμα της να είναι από την ράχη του ζώου ώστε να είναι παχύτερο για να αντέχει τους χτύπους του κόπανου που είναι και οι ισχυροί χρόνοι του μέτρου και ο ήχος να βγαίνει βαθύς και υπόκωφος. Το δέρμα της άλλης μεριάς είναι πιο λεπτό και δέχεται από τη βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου που βγάζουν και οξύτερο ήχο. Ακόμη, το σφίξιμο, δηλαδή το κούρδισμα του νταουλιού απαιτεί γνώση και δεξιοτεχνία και το αποτέλεσμα είναι αυτό που ξεχωρίζει νταουλτζή από νταουλτζή γιατί το κούρδισμά του πρέπει να γίνεταιστην τονικότητα του ζουρνά όχι μόνο του πρίμου που πετυχαίνει ο μάστορας, αλλά και του πασαδόρου. Παρόλα αυτά και την μακραίωνη παράδοση “όσο και αν στα νταούλια των καλών νταουλιέρηδων, γράφει ο Φοίβος Ανωγειανάκης, είναι φανερή η διαφορετική τονική οξύτητα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες. Δε μπορούμε να μιλάμε για καθορισμένη τονική σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές επιφάνειες. Σε ορισμένες ωστόσο ζυγιές, το νταούλι έχει μια κάποια “τονική ” σχέση με το ζουρνά που συνοδεύει. Αν και δυσδιάκριτη, η σχέση αυτή είναι άλλοτε ένα διάστημα ογδόης και άλλοτε ένα διάστημα τετάρτης ή πέμπτης καθαρής, μεταξύ της τονικής της κλίμακας, στην οποία παίζει ο ζουρνάς, του “φθόγγου ” που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια του νταουλιού με το βαρύτερο ήχο. Την τονική αυτή σχέση τη συναντάμε στις ζυγιές εκείνες που τα μέλη τους παίζουν πολλά χρόνια μαζί. Με την πολύχρονη μουσική συμβίωση, που κάποτε κρατάει μια ολόκληρη ζωή, ο νταουλτζής συνηθίζει σιγά-σιγά την κλίμακα στην οποία παίζει τις μελωδίες του ο ζουρνάς-ή ίδια πάντα κλίμακα, εφόσον πρόκειται για τον ίδιο ζουρνά. Την συνηθίζει δηλαδή, την ακούει από μέσα του. Τόσο, ώστε όταν τεζάρει το σχοινί του νταουλιού του, όταν δηλαδή το “κουρντίζει”, η δερμάτινη επιφάνεια που κτυπάει ο κόπανος να δίνει ένα ήχο που “κολλάει”, όπως λέει, με τη φωνή του ζουρνά”: την τονική, την πέμπτη ή την τέταρτη της κλίμακας στην οποία παίζει ο ζουρνάς,. Έτσι το νταούλι – όταν και σε οποία ζυγιά παρατηρείται αυτό το φαινόμενο – παράλληλα με την κύρια λειτουργία του, την “αντιστικτική” ρυθμικήσυνοδεία, λειτουργεί και σαν “αρμονικό”, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, όργανο. Συνοδεύει δηλαδή τη μελωδία του ζουρνά με μια δυσδιάκριτη, υποτυπώδη “αρμονία “, μ’ ένα “ίσο “, τόσο γνωστό στον Έλληνα μουσικό από το βυζαντινό μέλος, όπως και από το παίξιμο άλλων λαϊκών οργάνων, π.χ. της γκάιντας, της λύρας, κ. α.”Το κείμενο του Ανωγειανάκη για την μουσική διάσταση του νταουλιού θεωρείται εξαιρετικά κατατοπιστικό και για τους τρόπους παιξίματος του “Στη συνοδεία του νταουλιού, γράφει ο Φοίβος Ανωγεινάκης, διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος, που υπαγορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά το νταούλι. Ο καλός νταουλτζής ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμο του μ’ ενδιάμεσα χτυπήματα -υποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνων- άλλοτε με τον κόπανο και άλλοτε με τη βίτσα, αντιστρέφει, για λίγες στιγμές, τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους με τη βέργα (αριστερό χέρι) και τους αδύνατους με τον κόπανο (δεξί χέρι) γυρίζει το νταούλι ώστε ο κόπανος να χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον ψηλότερο φθόγγο χτυπάει άλλοτε το στεφάνι και άλλοτε το έδαφος αντί τη δερμάτινη επιφάνεια του νταουλιού. Ενώ παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια, δυνατά ή σιγά, κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά, όπως και το μέρος στο οποίο τη χτυπάει, στο κέντρο, προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου. Όταν πάλι η μελωδία που συνοδεύει είναι ελεύθερου ρυθμικού τύπου, όπως τα τραπεζιάτικα ή πολλά, αργά κλέφτικα τραγούδια, τότε το νταούλι περιορίζεται σε αραιά χτυπήματα του κόπανου, που συνοδεύονται από ένα τρέμολο, σαν απόηχος, από τη βέργα (αριστερό χέρι). Ή ένα τρέμολο από τον κόπανο και τη βέργα, μαζί ή χωριστά. Τα αραιά αυτά χτυπήματα και το τρέμολο είναι ένα είδος ρυθμικής στίξης στις μελωδίες ελεύθερου ρυθμικού τύπου”.
ΖΟΥΡΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΤΑΟΥΛΙΑ
Επαγγέλματα που χάνονται
Ε.Σ.Υ.Υ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ
Κεντρικής Μακεδονίας Ε.Ο.Π.
Το νταούλι σελ. 13 – 15